- συνταγολογία
- ηκλάδος της φαρμακολογίας σχετικός με τις ιατρικές συνταγές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συνταγολογία — η, Ν (φαρμ.) τμήμα τής φαρμακευτικής επιστήμης που αναφέρεται στις συνταγές, στους κανόνες τής σύνταξης τους και στους κανόνες παρασκευής τών φαρμάκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνταγή + λογία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
Ζαβιτσάνος, Γεώργιος — I (1838 – 1893). Χημικός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στην Αθήνα και στο Παρίσι. Αρχικά έγινε υφηγητής (1863) και αργότερα καθηγητής (1875) της φαρμακευτικής χημείας και συνταγολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τα κυριότερα έργα του είναι τα εξής … Dictionary of Greek
Κλάδος, Γαληνός — (18ος 19ος αι.). Γιατρός από τη Σμύρνη. Μετά το τέλος των σπουδών του στην Ιταλία επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου άσκησε την ιατρική για πενήντα χρόνια. Διετέλεσε καθηγητής ανθρωπολογίας στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Έγραψε το επιστημονικό… … Dictionary of Greek